- εφτάμηνος
- -η, -οβλ. επτάμηνος.[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα-* + μήνας].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επτάμηνος — επτάμηνος, η, ο και εφτάμηνος, η, ο 1. που διαρκεί εφτά μήνες. 2. το ουδ. ως ουσ., επτάμηνο και εφτάμηνο η επταμηνία (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)